ἀναπετάσῃ

ἀναπετάσῃ
ἀναπετάννυμι
spread out
aor subj mid 2nd sg
ἀναπετάννυμι
spread out
aor subj act 3rd sg
ἀναπετάννυμι
spread out
fut ind mid 2nd sg
ἀναπετά̱σῃ , ἀναπετάομαι
f
aor subj mp 2nd sg (doric aeolic)
ἀναπετά̱σῃ , ἀναπετάομαι
f
fut ind mp 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αναπέταση — η διάπλατο άνοιγμα, άπλωμα, ξεδίπλωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναπετάσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • αναπετάσω — αναπετάννυμι*, ανοίγω διάπλατα, ξεδιπλώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανεπέτασα, αόρ. τού ἀναπετάννυμι. ΠΑΡ. αναπέταση] …   Dictionary of Greek

  • καρχήσιος — καρχήσιος, ὁ (Α) [καρχήσιον] 1. το σχοινί που χρησίμευε για αναπέταση τών ιστίων τών ιστιοφόρων 2. είδος χειρουργικού επιδέσμου …   Dictionary of Greek

  • προτείνω — ΝΜΑ [τείνω] 1. τείνω κάτι προς τα εμπρός, προβάλλω, προτάσσω («προτείνω το χέρι» β. «καθιζομένη δ ἐπί... γόνασι τοῡ Σκύθου, τὼ πόδε πρότεινον, ἵν ὑπολύσω», Αριστοφ.) 2. μτφ. κάνω πρόταση, υποβάλλω γνώμη, ευχή, αίτηση, επιθυμία ή υποδεικνύω ένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”